Κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων το Σ/Ν για τη βιοποικιλότητα. Στο νομοσχέδιο αυτό περιέχονται ρυθμίσεις για την ανάδειξη και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας, αναθεωρώντας και συμπληρώνοντας παράλληλα το βασικό περιβαλλοντικό θεσμικό πλαίσιο, το Ν. 1650/86 που θεσμοθέτησε ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης, καθώς και το Χωροταξικό Νόμο 2742/99
Ι. Γενικές παρατηρήσεις
1. Το Σ/Ν διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια και 21 άρθρα. Αυτά είναι: Κεφάλαιο Α «Σκοπός και στόχοι διατήρησης της βιοποικιλότητας» αρθ. 1,2, Κεφάλαιο Β «Εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών» αρθ. 3-9, Κεφάλαιο Γ « Διατήρηση ειδών χλωρίδας και πανίδας» αρθ. 10 – 12, Κεφάλαιο Δ «Διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων και πρόληψη της υποβάθμισης» αρθ. 13 – 16, Κεφάλαιο Ε «Επιστημονική έρευνα, κοινωνική ενημέρωση και συμμετοχή» αρθ. 17 – 21.
2. Στο Σ/Ν γίνεται προσπάθεια για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας της χώρας σε εφαρμογή του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου, η οποία κρίνεται κατ΄αρχήν θετική. Το Νομοσχέδιο αυτό θα επίσης μπορούσε να αποτελέσει ένα σύγχρονο μέσο για την προστασία – ανάδειξη των ευαίσθητων οικοσυστημάτων της χώρας σε όλες τους τις μορφές αλλά και για τον τρόπο διαχείρισής τους καθώς επίσης για την επίλυση πολλών περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, αν περιβάλλονταν από πνεύμα απλών στην εφαρμογή τους αντίστοιχων πολιτικών.
3. Έτσι, παρά το γεγονός ότι καταβάλλεται μια αξιόλογη προσπάθεια, η εμπειρία καταδεικνύει ότι αυτή θα αποδυναμωθεί σε βάθος χρόνου, αφού για την υλοποίηση του Νομοθετήματος απαιτούνται κατ΄ελάχιστο 8 Π.Δγματα, 11 ΚΥΑ, 15 Υπουργικές Αποφάσεις ΠΕ.ΚΑ, και 2 Αποφάσεις Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Και βέβαια είναι δυνατή η αλλοίωση του πνεύματος του Νόμου από την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία στην οποία ανατίθεται η σύνταξη προδιαγραφών και η εξειδίκευση των αντίστοιχων πολιτικών καθότι στο Σ/Ν δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα βασικά προσαπαιτούμενα.
4. Από το όλο Νομοθέτημα είναι εμφανές ότι απουσιάζει για μια ακόμη φορά η κατεύθυνση για ενεργή συμμετοχή της Τ.Α. και κυρίως του Β βαθμού στην προστασία και την ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι, η οποιαδήποτε ρύθμιση, θεσμοθετείται από τα λεγόμενα «κρατικά» όργανα διοίκησης μη προβλέποντας καν τη συμμετοχή των τοπικών φορέων, απαξιώνοντας παράλληλα το θεσμό της Τ.Α. ιδίως με τη νέα της μορφή των αιρετών Περιφερειών[1] και των Καλλικρατικών Δήμων. Και βέβαια, το διαχρονικά επικαλούμενο άλλοθι ότι αυτό γίνεται για λόγους συμβατότητας με τις Συνταγματικές προβλέψεις κατά την άποψή μας δεν ισχύει[2], ή ακόμη κι΄αν ερμηνεύεται έτσι, δεν καταβάλλεται κάποια προσπάθεια για αποκέντρωση στην πράξη έτσι ώστε να οδηγήσουμε «de facto» τα πράγματα στην απαιτούμενη πλέον συνταγματική αναθεώρηση και ιδιαίτερα του αρθ. 24, ώστε να είναι δυνατή η άσκηση πολεοδομικών κυρίως αλλά και περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων από τους νέους φορείς της Τ.Α.[3] τη νέα δηλαδή Ελλάδα, όπως εξ΄άλλου αυτό γίνεται στις περισσότερες χώρες εδώ και δεκαετίες.
5. Η πλειάδα των ρυθμίσεων που προβλέπονται στο Σ/Ν και μέχρι όταν αυτές υλοποιηθούν, είναι δυνατόν σε μεταγενέστερο χρόνο να ακυρώσουν εκ των πραγμάτων χωροταξικές – πολεοδομικές ρυθμίσεις οι οποίες στο μεταξύ θα θεσμοθετηθούν μέσω των αντίστοιχων ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ ή άλλων πολεοδομικών εργαλείων. Επομένως πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για συνέργεια του παρόντος Νομοθετήματος με το βασικό πολεοδομικό Νόμο το Ν. 2508/97.
6. Είναι επίσης εμφανές ότι από το Σ/Ν απουσιάζει η περίφημη πλέον «νησιωτικότητα» αφού για μια ακόμη φορά παρακάμπτεται η αντίστοιχη Συνταγματική επιταγή[4].
ΙΙ. Ειδικές παρατηρήσεις:
Στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε σε παρατηρήσεις κατ΄άρθρο.
1. Στο αρθ. 5 προσδιορίζεται η διαβάθμιση – κατηγοριοποίηση των προστατευόμενων περιοχών της χώρας. Ορίζεται η «προστατευταία αξία» αλλά παράλληλα δεν διευκρινίζεται με ποιο τρόπο αυτή μεταφράζεται σε κανονιστικούς όρους και δράσεις τέτοιες που να συνάδουν με το στόχο προστασίας. Έτσι, αφήνονται πολλά παράθυρα για κατά το δοκούν εφαρμογή του Νόμου μέσα από την έκδοση των προβλεπόμενων κατ΄εξουσιοδότησή του Υπουργικών Αποφάσεων, Πδγματων, ΚΥΑ κλπ όπως αυτά προσδιορίζονται στα αρθ 6,7,8, αφήνοντας στην ουσία στην εκάστοτε Εκτελεστική Εξουσία τη διακριτική ευχέρεια να χειρίζεται το θέμα αναλόγως, προσδίδοντάς της έτσι υπερεξουσία. Με το ίδιο πνεύμα αντιμετωπίζονται για παράδειγμα οι «περιοχές προστασίας της φύσης» (αρθ. 5. Παρ. 2) όπου αναφέρεται ότι στις περιοχές αυτές επιτρέπεται η άσκηση ήπιων ασχολιών που δεν έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς προστασίας τους, δίχως να προσδιορίζεται τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «ήπιες»
2. Επίσης, στο ίδιο άρθρο προβλέπονται ρυθμίσεις για τα καταφύγια άγριας ζωής. Στις αντίστοιχες προβλέψεις του Σ/Ν αναφέρεται ότι στις περιοχές αυτές δεν μπορούν να εκπονηθούν ρυμοτομικά σχέδια. Σημειώνουμε ότι μέχρις στιγμής σε τέτοιες οριοθετημένες εκτάσεις, έχουν ενταχθεί περιοχές οικιστικά ανεπτυγμένες. Αν επομένως η ρύθμιση του Σ/Ν ισχύει και για τις περιοχές που είναι ήδη οριοθετημένες σαν καταφύγια άγριας ζωής και με δεδομένο ότι μέσα σε αυτές υπάρχουν μεγάλες οικιστικά ανεπτυγμένες εκτάσεις, τότε η πρόβλεψη για μη πολεοδόμηση είναι ανεδαφική διότι με τον τρόπο αυτό πριμοδοτούμε στην ουσία την αυθαίρετη, τη διάσπαρτη και εκτός σχεδίου δόμηση. Κατά την κρίση μας το αντίθετο ακριβώς θα έπρεπε να προβλέπονταν ότι δηλαδή στις περιοχές αυτές είναι δυνατή η δόμηση κατά κύριο λόγο σε οργανωμένους οικιστικούς θύλακες (εκεί όπου υπάρχει ήδη δομημένο περιβάλλον), με επιβολή χαμηλού συντελεστή δόμησης (μέχρι 0,4). Οι θύλακες αυτοί πρέπει να προσδιορισθούν μέσα από τα σντίστοιχα ΣΧΟΟΑΠ – ΓΠΣ με την παράλληλη υποχρέωση αποδυνάμωσης της εκτός σχεδίου δόμησης στο υπόλοιπο τμήμα. Σε κάθε περίπτωση οι περιοχές αυτές πρέπει να επαναπροσδιορισθούν.
3. Στο αρθ. 6 παρ. 1 αναφέρεται ότι η διάρκεια ισχύος των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών ορίζεται σε 15 έτη. Θεωρούμε ότι το διάστημα αυτό είναι πολύ μεγάλο για την επικαιροποίησή τους. Επί πλέον στο άρθρο αυτό, η αιρετή Περιφέρεια παρακάμπτεται από τις διαδικασίες θεσμοθέτησης – οριοθέτησης των διάφορων προστατευόμενων περιοχών ακόμα και σε γνωμοδοτικό επίπεδο, γεγονός που σημαίνει ότι από το παρόν Σ/Ν απαξιώνεται η Β βάθμια αυτοδιοίκηση ως μη έχουσα την ικανότητα συμμετοχής στα δρώμενα της περιβαλλοντικής πολιτικής που αφορά στα γεωγραφικά της όρια. Πρέπει εδώ να γίνει πλέον κατανοητό ότι οι τοπικές κοινωνίες είτε στην ηπειρωτική είτε στη νησιωτική χώρα είναι αυτές που διαφύλαξαν το οικολογικό και οικιστικό τους απόθεμα ώστε να μπορεί να καταστεί αυτό σήμερα σαν προστατευταίο.
4. Στο αρθ. 6 παρ. 3 στις περιοχές που καθορίζονται σαν «προστατευόμενο τοπίο ή ως προστατευόμενος φυσικός σχηματισμός», δίδεται η δυνατότητα αποχαρακτηρισμού ή μείωσης της έκτασης του προστατευόμενου αντικειμένου, με απόφαση ΥΠΕΚΑ, δίχως όμως να καθορίζονται τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να γίνει αυτό, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η σε μεταγενέστερο χρόνο αλλοίωση του πνεύματος του Νόμου.
5. Στο άρθ. 9 του Σ/Ν τίθενται κανονιστικοί όροι σ΄ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της Ελληνικής Επικράτειας, το 23 % περίπου που εμπίπτει στις λεγόμενες περιοχές του δικτύου natura 2000, ανεξάρτητα από το βαθμό προστασίας που χρειάζεται η κάθε μια τέτοια περιοχή. Σύμφωνα με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις, στις περιοχές αυτές δεν επιτρέπεται η δόμηση σε γήπεδα κάτω των 10 στρ. χωρίς παρεκκλίσεις. Είναι γνωστό ότι στη χώρα μας επικρατεί η μικροϊδιοκτησία. Με τη ρύθμιση αυτή και την εφαρμογής της άκριτα, πλήττεται κυρίως η μικροιδιοκτησία και ευνοείται η προώθηση μεγάλων εταιρικών σχημάτων που είναι σε θέση να αγοράσουν μεγάλες εκτάσεις για τη δημιουργία ξενοδοχειακών μονάδων ή ΑΠΕ. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στις νησιωτικές περιοχές όπου η μέση ιδιοκτησία είναι πολύ μικρής έκτασης, γίνεται απαγορευτική οποιαδήποτε δόμηση[5]. Και αν μεν αυτό είναι το ζητούμενο τότε να το δεχθούμε. Το ζητούμενο όμως για τις περιοχές αυτές είναι ακόμη αδιευκρίνιστο αφού στο ίδιο νομοθέτημα προβλέπεται η μεταγενέστερη διαδικασία καθορισμού στόχων και προτεραιοτήτων για την προστασία και ανάδειξή τους καθώς και για πλείστες άλλες περιοχές με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Επί πλέον:
5.1. Η θέσπιση κανονιστικών όρων στις περιοχές natura και ο αντίστοιχος περιορισμός ή ακόμη εκμηδενισμός στη δόμηση, γίνεται σε μια εποχή σοβαρής ύφεσης της Ελληνικής οικονομίας και πολύ περισσότερο του κατασκευαστικού κλάδου. Έρχεται επομένως να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη χειμάζουσα εθνική και τοπική οικονομία.
5.2. Δεν είμαστε αντίθετοι στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας μας και με αυστηρότερους ακόμη κανόνες. Είμαστε αντίθετοι στις γενικεύσεις χωρίς πραγματικό έρεισμα και αντίκρισμα και στις αποσπασματικές ενέργειες δίχως συνέργειες.
5.3. Ενώ ο πολυπόθητος χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί ακόμη ευχή για τη χώρα μας, ενώ λείπουν οι ρυθμίσεις για τις εξωαστικές περιοχές για το μεγαλύτερο ποσοστό της Ελληνικής επικράτειας, ενώ δεν αποδίδεται πολεοδομημένη γη έτσι ώστε να μπορεί η χώρα μας να δομηθεί όχι άναρχα και «εκτός σχεδίου» αλλά συγκροτημένα και με συγκεκριμένους όρους και κανόνες, ερχόμαστε για άλλη μια φορά να πειραματισθούμε με γενικότητες δίχως να λαμβάνεται υπ’ όψη καμία τοπική ιδιαιτερότητα.
5.4. Στις προβλεπόμενες ρυθμίσεις του Σ/Ν, προκύπτει ότι στις περιοχές natura, η εγκατάσταση δραστηριοτήτων μέσης όχλησης επιτρέπεται. Μια τέτοια ρύθμιση είναι σε αντιδιαστολή με τη γενικότερη φιλοσοφία προστασίας[6]. Επιπρόσθετα αναφέρουμε ότι στην ισχύουσα νομοθεσία αντιστοιχούνται δραστηριότητες με το βαθμό όχλησης. Η πρακτική αυτή δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την προστασία του περιβάλλοντος. Θεωρούμε ότι η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα από της αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή.
5.5. Είναι ορθή η ρύθμιση για την απαγόρευση διαφημιστικών πινακίδων. Θεωρούμε ότι στις επιτρεπόμενες πινακίδες πρέπει να προσδιορισθεί ο τύπος και το υλικό τους.
5.6. Στις περιοχές αυτές επιτρέπονται «μικρές γεωργικές αποθήκες». Θεωρούμε ότι πρέπει να προσδιορισθεί με σαφήνεια το μέγεθός τους.
5.7. Πρέπει να θεσπισθούν μεταβατικές διατάξεις για τις μελέτες προστασίας – διαχείρισης που ήδη εκπονούνται για τις περιοχές αυτές και που είναι σε διαδικασία θεσμοθέτησης (έκδοση Π.Δ.)
5.8. Στην παρ. 5 αναφέρεται ότι «Στις Ε.Ζ.Δ.και τις Ζ.Ε.Π., εκτός οικοτόπων προτεραιότητας και ενδιαιτημάτων των ειδών προτεραιότητας, επιτρέπεται, κατά περίπτωση, η χωροθέτηση έργων και η έγκριση σχεδίων, των οποίων οι επιπτώσεις έχουν εκτιμηθεί ως πολύ σημαντικές στην αντίστοιχη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μόνον εάν, στη βάση επαρκούς τεκμηρίωσης, αξιολογηθούν ως επιτακτικού δημόσιου οικονομικού ή κοινωνικού συμφέροντος, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και έχουν προβλεφθεί ικανά για την περίπτωση αντισταθμιστικά μέτρα, ώστε να διασφαλισθεί η συνολική συνοχή του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000». Φοβούμαστε ότι με πρόφαση το «επιτακτικό δημόσιο οικονομικό ή κοινωνικό συμφέρον» σε αρκετές των περιπτώσεων θα γίνει καταστρατήγηση της ρύθμισης. Θεωρούμε ότι η ρύθμιση αυτή χρήζει περισσότερης εξειδίκευσης.
6. Το τμήμα του Σ/Ν που αφορά στα κεφάλαια Γ, Δ, Ε, αρθ. 10 – 21, και αυτά χαρακτηρίζονται από την ίδια φιλοσοφία συγκεντρωτισμού και ανάθεσης υπερεξουσιών στην εκτελεστική εξουσία, μέσω εξουσιοδότησης κυρίως για σύνταξη προδιαγραφών δίχως τα αντίστοιχα κριτήρια – κατευθύνσεις να προσδιορίζονται σαφώς στο Νόμο και βέβαια μέσω θεσμοθέτησης κανονιστικών όρων από την κεντρική διοίκηση.
7. Στο αρθ. 11 παρ. 2 πρέπει να προστεθεί η ρύθμιση ότι «απαγορεύεται η μεταφορά εκτός χώρας όλων των φυσικών ειδών και του γενετικούς τους υλικού, δίχως τις αναγκαίες άδειες και προϋποθέσεις».
8. Στο αρθ. 13 παρ. 4β αναφέρεται ότι «Δεν επιτρέπεται η, μέσω της κίνησης μηχανοκίνητων οχημάτων, αυτόβουλη δημιουργία νέων ή η επέκταση υφιστάμενων δρόμων σε δασικά, χορτολιβαδικά και παράκτια οικοσυστήματα». Η ρύθμιση αυτή απαιτεί επεξήγηση προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις ότι απαγορεύεται συλλήβδην η δημιουργία νέων οδών οι οποίες κρίνονται απαραίτητες τόσο για τη συμπλήρωση του οδικού δικτύου όσο και για τη διάνοιξη προσβάσεων σε δασικές περιοχές (δημιουργία αντιπυρικών ζωνών κλπ)
8.1. Στα αρθ. 17 και 18 που αφορούν στην επιστημονική έρευνα για τη βιοποικιλότητα, αποκλείεται για μια ακόμη φορά η Τ.Α. ιδίως του Β Βαθμού ενώ επιτρέπεται να συμμετάσχουν σ΄αυτή ακόμη και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Επίσης, στο αρθ. 17. Παρ. 3 , στα βασικά εργαλεία για τη διαχείριση της βιοποικιλότητας πρέπει να προβλεφθούν και τα οικονομικά
8.2. Στο αρθ. 18, πρέπει να θεσπισθούν τα αντίστοιχα οικονομικά μέσα για την προβλεπόμενη καμπάνια και την ενημέρωση των πολιτών.
9. Στα αρθ. 20 (και 13)
9.1. Προβλέπεται η θεσμοθέτηση με Π.Δγμα της κρίσιμης παράκτιας ζώνης εντός της οποίας επιτρέπονται μόνο ήπιες χρήσεις που να μην θίγουν το φυσικό ανάγλυφο. Οι αντίστοιχες προδιαγραφές για την οριοθέτησή της θα εκδοθούν μεταγενέστερα με Υπουργική Απόφαση. Δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή αφορά στο δυναμικότερο ίσως τμήμα της χώρας και το ΣτΕ έχει ήδη συμπεριλάβει τον όρο αυτό στη νομολογία του (το ΣτΕ θεωρεί ότι η ζώνη αυτή εκτείνεται σε βάθος 300 ή 500 μ από την ακτογραμμή), είναι απολύτως απαραίτητος ο σαφής προσδιορισμός της έννοιας αυτής στον παρόντα Νόμο καθώς και σαφείς κατευθύνσεις παρέμβασης στις περιοχές αυτές και όχι αορίστως «ήπιες χρήσεις», έτσι ώστε να αποφευχθούν παρερμηνείες και παρενέργειες σε σχέση με τη νομολογία του ΣτΕ.
9.2. Στο ίδιο άρθρο 20, προβλέπεται πλειάδα εξουσιοδοτικών διατάξεων στον Πρ. Δημοκρατίας, στον ΥΠΕΚΑ κλπ για τη θέσπιση προδιαγραφών, κανονιστικών πράξεων κλπ, δίχως να προσδιορίζεται κανένα κριτήριο, με αποτέλεσμα να προσδίδονται υπεραρμοδιότητες στην εκτελεστική εξουσία. Θεωρούμε ότι μια τέτοια πολιτική είναι δυνατόν να αλλοιώσει το πνεύμα του νόμου. Απαιτείται απλούστευση, κωδικοποίηση των δράσεων, προσδιορισμός των ελάχιστων δεδομένων έτσι ώστε να μη γίνεται κατά το δοκούν ερμηνεία μετέπειτα και αντίστοιχη πρόβλεψη μόνο για πολύ μικρό αριθμό εξουσιοδοτικών διατάξεων.
10. Στο αρθ. 21. στις μεταβατικές διατάξεις του Νόμου, αναφέρεται ότι αιτήσεις για έκδοση οικοδομικών αδειών μέσα σε περιοχές Νατούρα και εν γένει σε προστατευόμενες περιοχές για τις οποίες έχει υποβληθεί πλήρης φάκελος στις αρμόδιες υπηρεσίες, εκδίδονται σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις εφόσον η εφαρμογή των τελευταίων δεν θέτει σε κίνδυνο τη φυσιογνωμία των συγκεκριμένων περιοχών. Το ερώτημα είναι ποιος είναι αυτός που αποφασίζει αν τίθενται σε κίνδυνο ή όχι οι περιοχές αυτές. Είναι προφανές η συγκεκριμένη διάταξη αμφισβητεί το προηγούμενο θεσμικό καθεστώς και τις νόμιμες διαδικασίες και επομένως υπάρχει ασυνέχεια της πολιτείας.
ΙΙΙ. Προτάσεις:
1. Είναι κατά την κρίση μας απαραίτητη η απλοποίηση των ρυθμίσεων που προβλέπονται στο Σ/Ν. Για να γίνει αυτό θα πρέπει ο ίδιος ο Νόμος να συμπεριλαμβάνει – προσδιορίζει επακριβώς τις ουσιώδεις παραμέτρους της κάθε ρύθμισης μη παραπέμποντας σε κατ΄εξουσιοδότησή του άλλες ρυθμίσεις (Υπουργικές Αποφάσεις, ΚΥΑ κλπ) οι οποίες δυσχεραίνουν την εφαρμογή του και είναι δυνατόν να αλλοιώσουν το πνεύμα του. Έτσι, στο Νόμο θα πρέπει να τεθούν με σαφή τρόπο οι γενικοί κανόνες προστασίας – ανάδειξης των κάθε επί μέρους θεματικών ενοτήτων (για παράδειγμα στο Εθνικό Σύστημα Προστατευόμενων Περιοχών να προσδιορισθεί με ποιο τρόπο η «προστατευταία αξία» μεταφράζεται σε όρους προστασίας – ανάδειξής της, ή στις περιπτώσεις που απαιτείται η σύνταξη προδιαγραφών να προσδιορισθούν τουλάχιστον οι άξονές τους κλπ) για να είναι δυνατή η εφαρμογή του Νόμου δίχως να παραπέμπεται σε πλειάδα άλλων μεταγενέστερων κατ΄εξουσιοδότησή του Δγμάτων και Αποφάσεων παρά μόνο στις απολύτως αναγκαία (3 – 4 Αποφάσεις). Είναι γνωστό ότι στη χώρα μας η πολυνομία είναι η μητέρα της ανομίας. Ας μη διαιωνίζουμε μια πρακτική που συνέχεια μας πισωγυρίζει.
2. Είναι επιβεβλημένο, η Τ.Α. και ιδίως αυτή του Β Βαθμού να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου ανάδειξης και προστασίας όλων των δράσεων που πραγματεύεται το παρόν Σ/Ν. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Έμμεσα (με την πρόβλεψη για συμμετοχή εκπροσώπων των Περιφερειαρχών στα κέντρα λήψης αποφάσεων – Επιτροπές, Συμβούλια, επιτροπή φύσης 2000- καθώς επίσης υποχρεωτική γνωμοδότηση του Περιφερειακού Συμβουλίου σε όλες τις δράσεις ), και άμεσα (με τη δυνατότητα θεσμοθέτησης δράσεων σε ορισμένες κατηγορίες παρεμβάσεων που προβλέπονται στα κεφάλαια Β, Γ και Δ) και βέβαια με την παροχή δυνατότητας διεξαγωγής Επιστημονικής Έρευνας ή συμμετοχής σε ευρύτερα επιστημονικά σχήματα καθώς επίσης και στην κοινωνική ενημέρωση όπως αυτά προβλέπονται στο κεφάλαιο Ε.
3. Στο αρθ. 5
3.1. Στην παρ. 2 στις «περιοχές προστασίας της φύσης», να προσδιορισθούν οι επιτρεπόμενες «ήπιες ασχολίες που δεν έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς προστασίας τους».
3.2. Τα καταφύγια άγριας ζωής χρειάζονται επαναοριοθέτηση με συμμετοχικές διαδικασίες έτσι ώστε ο πολίτης να γνωρίζει την έννοιά τους και παράλληλα να περιορισθούν χωρικά εξυπηρετώντας μόνο το σκοπό για τον οποίο οριοθετούνται. Η δράση αυτή μπορεί να γίνει και μέσω Περιφέρειας. Μόνο με αυτή την προοπτική θα συμφωνούσαμε με τη ρύθμιση για μη πολεοδόμηση στις περιοχές αυτές. Θα πρέπει επομένως στο παρόν Σ/Ν να προσδιορισθεί σε πια καταφύγια άγρια ζωής αναφερόμαστε. Στα τωρινά ή στα μελλοντικά. Προτείνουμε οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις να ισχύσουν μόνο για τα καταφύγια άγριας ζωής που θα επαναοριοθετηθούν κατά τις διατάξεις του παρόντος και βέβαια μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες.
4. Στο αρθ. 6.
4.1. Σαν γενική παρατήρηση αναφέρουμε ότι πρέπει να προβλεφθεί η συμμετοχή της αιρετής Περιφέρειας στις διαδικασίες θεσμοθέτησης – οριοθέτησης των διάφορων προστατευόμενων περιοχών
4.2. Στην παρ. 1 να μειωθεί η διάρκεια ισχύος των ειδικών περιβαλλοντικών μελετών που στο Σ/Ν ορίζεται σε 15 έτη.
4.3. Στην παρ. 3 στις περιοχές που καθορίζονται σαν «προστατευόμενο τοπίο ή ως προστατευόμενος φυσικός σχηματισμός», να καθορισθούν τα κριτήρια με βάση τα οποία ο αποχαρακτηρισμός ή μείωση της έκτασης του προστατευόμενου αντικειμένου μπορεί να γίνει με απόφαση ΥΠΕΚΑ.
5. Στο άρθρο 9, περιοχές natura.
5.1. Στις περιοχές natura, αν θεσπισθούν οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις για όριο αρτιότητας και κατάτμησης 10 στρ., τότε στην ουσία αναθεωρούμε έμμεσα την εκτός σχεδίου δόμηση για το ¼ περίπου της επικράτειας. Καταφεύγουμε δηλαδή πάλι σε γενικότητες αντιμετωπίζοντας με τον ίδιο τρόπο ανόμοιες καταστάσεις. Επειδή μέχρις στιγμής δεν έχουμε κριτήρια εξειδίκευσης ανά περιοχή και επομένως αντίστοιχης επιβολής κανονιστικών όρων έτσι ώστε να εξυπηρετούνται πραγματικά οι ανάγκες του προστατευταίου αντικειμένου, προτείνουμε για τις περιοχές αυτές να ισχύσει ο υφιστάμενος κανόνας αρτιότητας και κατάτμησης των 4 στρ. δίχως όμως παρεκκλίσεις.
5.2. Οι περιοχές αυτές χρειάζονται επαναοριοθέτηση με συμμετοχικές διαδικασίες. Σε αυτή την προοπτική πρέπει να υπεισέλθει και η Περιφέρεια. Εάν γίνει αυτό και εξειδικευθούν οι στόχοι προστασίας της κάθε περιοχής, τότε πράγματι θα μπορούσε να αυξηθεί το όριο αρτιότητας και κατάτμησης ακόμα και σε μεγαλύτερο των 10 στρ., εκεί όπου πραγματικά κριθεί αναγκαίο.
5.3. Στις προβλεπόμενες ρυθμίσεις στις περιοχές natura θεωρούμε ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται η εγκατάσταση δραστηριοτήτων μέσης όχλησης.
5.4. Θεωρούμε ότι στις επιτρεπόμενες διαφημιστικές πινακίδες πρέπει να προσδιορισθεί ο τύπος και το υλικό τους. Επίσης περιοχές natura πρέπει να προσδιορισθεί με σαφήνεια το μέγεθος των επιτρεπόμενων «μικρών αποθηκών»
5.5. Πρέπει να θεσπισθούν μεταβατικές διατάξεις για τις μελέτες προστασίας – διαχείρισης που ήδη εκπονούνται για τις περιοχές αυτές και που είναι σε διαδικασία θεσμοθέτησης (έκδοση Π.Δ.)
5.6. Θεωρούμε ότι πρέπει να αρθεί η πρόβλεψη ότι στις ΕΖΔ και ΖΕΠ «επιτρέπεται η κατ΄εξαίρεση χωροθέτηση έργων και η έγκριση σχεδίων, των οποίων οι επιπτώσεις έχουν εκτιμηθεί ως πολύ σημαντικές στην αντίστοιχη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μόνον εάν, στη βάση επαρκούς τεκμηρίωσης, αξιολογηθούν ως επιτακτικού δημόσιου οικονομικού ή κοινωνικού συμφέροντος». Η ρύθμιση αυτή χρειάζεται περισσότερη εξειδίκευση διότι μπορεί να ερμηνευθεί κατά το δοκούν.
6. Στο αρθ. 11 παρ. 2 πρέπει να προστεθεί η ρύθμιση ότι «απαγορεύεται η μεταφορά εκτός χώρας όλων των φυσικών ειδών και του γενετικούς τους υλικού, δίχως τις αναγκαίες άδειες και προϋποθέσεις».
7. Στο αρθ. 13
7.1. Στην παρ. 4β να επεξηγηθεί η προβλεπόμενη ρύθμιση ότι «Δεν επιτρέπεται η, μέσω της κίνησης μηχανοκίνητων οχημάτων, αυτόβουλη δημιουργία νέων ή η επέκταση υφιστάμενων δρόμων σε δασικά, χορτολιβαδικά και παράκτια οικοσυστήματα». Η επεξήγηση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις ότι απαγορεύεται συλλήβδην η δημιουργία νέων οδών οι οποίες κρίνονται απαραίτητες τόσο για τη συμπλήρωση του οδικού δικτύου όσο και για τη διάνοιξη προσβάσεων σε δασικές περιοχές (δημιουργία αντιπυρικών ζωνών κλπ)
7.2. Στην παρ. 5 Είναι απολύτως απαραίτητο να προσδιορισθεί η έννοια της «κρίσιμης παράκτιας ζώνης» και να προσδιορισθούν οι προβλεπόμενες «ήπιες χρήσεις». Γνώμη μας είναι ότι και πάλι με τη ρύθμιση αυτή προσφεύγουμε σε γενικότητες αντιμετωπίζοντας για μια ακόμη φορά με όμοιο τρόπο ανόμοιες καταστάσεις. Άλλη η παράκτια ζώνη, κρίσιμη ή μη κρίσιμη, των νησιών και άλλη η παράκτια ζώνη πχ. της δυτικής Ελλάδος. Κατά την κρίση μας οι έννοιες αυτές πρέπει να ενσωματώνονται σε χωροταξικού περιεχομένου σχέδια. Αν πρόκειται επομένως στη ζώνη αυτή να επιβάλουμε κανονιστικούς όρους, τότε καλό είναι αυτοί να τεθούν όχι με μια γενικού περιεχομένου υπουργική Απόφαση η οποία θα εκδοθεί κατ΄εξουσιοδότηση του παρόντος και δίχως προφανώς ιδιαίτερα κριτήρια και διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της κάθε περιοχής, αλλά μέσα από το αντίστοιχο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις παράκτιες περιοχές της χώρας, έτσι ώστε να είναι δυνατή η κατά το δυνατόν εξειδίκευση με βάση τα κατά τόπους χαρακτηριστικά της.
8. Στο αρθ. 17.
8.1. Στην παρ. 3 , στα βασικά εργαλεία για τη διαχείριση της βιοποικιλότητας πρέπει να προβλεφθούν και τα οικονομικά όπως: η δημιουργία ειδικού περιβαλλοντικού ταμείου με οικονομικές πηγές από περιβαλλοντικούς φόροι και τέλη για μετρήσιμες επιπτώσεις (κυνήγι κλπ) και διάφορες άλλες πηγές οι οποίες πρέπει να προσδιορισθούν έτσι ώστε να γίνει το όλο εγχείρημα οικονομικά βιώσιμο ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς επικρατούσες οικονομικές συνθήκες του κράτους.
8.2. Επίσης προτείνουμε τη δημιουργία Εθνικής Τράπεζας Μικροβιολογικού Υλικού, με στόχο τη διαφύλαξη και εκμετάλλευση του μικροβιακού πλούτου της χώρας.
8.3. Στην επιστημονική έρευνα για τη βιοποικιλότητα, να προβλεφθεί η συμμετοχή της Τ.Α. ιδίως του Β Βαθμού.
9. Στο αρθ. 18, πρέπει να θεσπισθούν τα αντίστοιχα οικονομικά μέσα για την προβλεπόμενη καμπάνια και την ενημέρωση των πολιτών και να προβλεφθεί η συμμετοχή της Τ.Α. ιδίως του Β Βαθμού.
10. Στο άρθρο 20, να απλουστευθούν, κωδικοποιηθούν οι δράσεις και να προσδιορισθούν τα ελάχιστα δεδομένα στις εξουσιοδοτικές διατάξεις έτσι ώστε να μη γίνεται κατά το δοκούν ερμηνεία μετέπειτα. Επίσης είναι απολύτως αναγκαίο οι εξουσιοδοτικές αυτές πράξεις να ομαδοποιηθούν σε ένα πολύ μικρό αριθμό για την αποφυγή της πολυνομίας. Σε όλες τις ρυθμίσεις πρέπει να προβλέπεται η συμμετοχή και της Τ.Α. Β Βαθμού.
11. Στο αρθ. 21 στις μεταβατικές διατάξεις του Νόμου, πρέπει η αντίστοιχη ρύθμιση να διατυπωθεί ως ακολούθως: «Αιτήσεις για έκδοση οικοδομικών αδειών μέσα σε περιοχές Νατούρα και εν γένει σε προστατευόμενες περιοχές για τις οποίες έχει υποβληθεί πλήρης φάκελος στις αρμόδιες υπηρεσίες, εκδίδονται σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις» απαλείφοντας τη φράση «εφόσον η εφαρμογή των τελευταίων δεν θέτει σε κίνδυνο τη φυσιογνωμία των συγκεκριμένων περιοχών».
12. Πρέπει να εξευρεθεί τρόπος ώστε να υπάρξει συνέργεια του παρόντος Σ/Ν με τις εν εξελίξει δράσεις χωροταξικών ρυθμίσεων. Οι αποσπασματικές ρυθμίσεις που γίνονται διαχρονικά στη χώρα μας είτε αυτές αφορούν στην προστασία του φυσικού είτε του πολιτιστικού μας περιβάλλοντος (αρχαιολογικές ζώνες κλπ) στην ουσία ανατρέπουν τα δεδομένα του χωροταξικού σχεδιασμού. Για το σκοπό αυτό ίσως θα ήταν πρόσφορο να εκπονηθεί ειδικό πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού κατά τις διατάξεις του Ν 2742/99 με στόχο «ανάδειξη και προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της χώρας». Το προτεινόμενο αυτό σχέδιο θα ενσωματώσει και θα εξειδικεύσει τις αρχές του παρόντος Σ/Ν και θα αποτελέσει το «χωροταξικό μπούσουλα» όλων των υποκείμενων χωρικών σχεδίων (ΓΠΣ – ΣΧΟΟΑΠ κλπ), έτσι ώστε οι κανόνες του παιχνιδιού να είναι ξεκάθαροι.
13. Έστω και αργά, αξίζει τον κόπο να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στις ιδιαιτερότητες των νησιωτικών περιοχών και πως αυτές μεταφράζονται σε ειδικές δράσεις. Είναι θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει και να αποτυπωθεί έστω και πρωτόλεια στο παρόν Σ/Ν.
14. Στο Σ/Ν πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα διασυνοριακής συνεργασίας για τη βιοποικιλότητα.
15. Είναι αναγκαία η απλοποίηση των διαδικασιών σε οποιαδήποτε δράση περιβαλλοντικού περιεχομένου. Είτε στο σχεδιασμό είτε στις αντίστοιχες αδειοδοτήσεις. Με την πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων, με το συγκεντρωτισμό και με τη γραφειοκρατία που επικρατεί, συνήθως τα αποτελέσματα είναι αντιστρόφως ανάλογα προς το ζητούμενο. Η όλη προσπάθεια συνήθως εξαντλείται στα χαρτιά και στις σφραγίδες.
16. Είναι επίσης αναγκαίο να γίνει ρητή αναφορά στις πηγές χρηματοδότησης της κάθε προβλεπόμενης δράσης τόσο κατά το στάδιο της προετοιμασίας όσο και μετέπειτα, στο στάδιο λειτουργίας.
Θεωρούμε ότι πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη όλα τα ανωτέρω προκειμένου το παρόν Σ/Ν να αποτελέσει ένα σύγχρονο, ευέλικτο και αποτελεσματικό μέσο για την προστασία και ανάδειξη του φυσικού μας περιβάλλοντος.
Ρόδος, 7.2.2011
Πάνος Βενέρης
[1] Στον Ν. 3852 / 2010, αρθ 186 προβλέπεται ότι στις αρμοδιότητες της Περιφέρειας ανήκουν «η εξειδίκευση των κατευθυντήριων γραμμών περιβαλλοντικής πολιτικής σε επίπεδο Περιφέρειας καθώς και η σύνταξη, η παρακολούθηση της εφαρμογής και η αξιολόγηση των κανονισμών διοίκησης και λειτουργίας και των σχεδίων διαχείρισης για προστατευόμενες περιοχές» , γεγονός που ούτε κατ΄ελάχιστο διαπιστώνεται στο επίμαχο Σ/Ν.
[2] Το κράτος είναι δυναμική και όχι στατική έννοια ενώ η Τ.Α. αποτελεί συνέχειά του με άλλο όμως στόχο και προορισμό και βέβαια δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως κάτι ξέχωρο το οποίο δεν μπορεί να λαμβάνει μέρος στα λεγόμενα «κρατικά» δρώμενα, διαιωνίζοντας έτσι μια αποστεωμένη αντίληψη «κρατισμού» δηλαδή συγκεντρωτισμού δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο.
[3] Στο Αρθ. 24 του Συντάγματος αναφέρεται ότι (1) «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας….» και (2) «H χωροταξική αναδιάρθρωση της Xώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Kράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης …».
Στο αρθ. 102 αναφέρεται ότι (1) «Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υπέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. Με νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που συνιστούν αποστολή του Κράτους».
Στο αρθ. 187 του Ν 3852 / 2010 (Καλλικράτης) αναφέρεται ότι «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, κατόπιν γνώμης της Ένωσης Περιφερειών, μπορεί να μεταβιβάζονται στις περιφέρειες αρμοδιότητες της Κεντρικής Διοίκησης, που συνάπτονται με εκείνες που απονέμονται, κατά τομείς, με το προηγούμενο άρθρο, εφόσον υπηρετούν αναπτυξιακού και λειτουργικού χαρακτήρα περιφερειακές ανάγκες και δεν αφορούν θέματα άσκησης ενιαίας κρατικής πολιτικής. Με το ίδιο διάταγμα ρυθμίζεται και η απόδοση των αντίστοιχων οικονομικών πόρων για την άσκησή τους. Με όμοια διατάγματα, με τις ίδιες προϋποθέσεις και με την ίδια διαδικασία αρμοδιότητες που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφέλειας, που συνάπτονται με τους ανωτέρω τομείς, μπορεί να μεταβιβάζονται στις περιφέρειες μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου τους».
Από το συνδυασμό των παραπάνω προκύπτει ότι θα μπορούσε να αποτολμηθεί η ενεργή συμμετοχή ιδίως της Β βάθμιας Τ.Α. στη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος μέχρι την απαιτούμενη Συνταγματική Αναθεώρηση,
[4] Στο αρθ. 102 παρ. 4 του Συντάγματος της χώρας προβλέπεται ότι «ο κοινός νομοθέτης και η Διοίκηση, όταν δρουν κανονιστικά, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών και ορεινών περιοχών, μεριμνώντας για την ανάπτυξή τους»
[5] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο νομό Δωδ/σου στις περιοχές natura εντάσσονται: Το 27% του νησιού της Ρόδου, περίπου η μισή Κάρπαθος, το 30% της νήσου Κω, το 80% της Νισύρου, το 20% της Σύμης, το 50% της Αστυπάλαιας και ολόκληρα νησιά όπως η Τήλος, Χάλκη, Αλιμιά, οι Λειψοί, Αρκοί, το Αγαθονήσι, το Καστελλόριζο καθώς επίσης και μικρότερα ακατοίκητα νησιά.
Η επιφάνεια του νομού που εμπίπτει στις περιοχές natura καταλαμβάνει έκταση περίπου 2/5 της συνολικής του έκτασης. Μιλάμε έτσι για μια πολύ μεγάλη έκταση και βέβαια αν τελικά ισχύσουν οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις, ιδίως τα μικρά νησιά όπως η Τήλος, η Χάλκη το Καστελλόριζο κλπ θα μαραζώσουν αφού ούτε πολεοδομικό σχεδιασμό διαθέτουν, ούτε και ιδιοκτησίες 10 στρ. υπάρχουν.
Επί πλέον, οι περιοχές αυτές οριοθετήθηκαν σε δυο φάσεις. Η πρώτη το 2000 η οποία συμπληρώθηκε και επεκτάθηκε με δεύτερη οριοθέτηση το 2008 - 2009. Και στις δυο αυτές διαδικασίες στην ουσία επιβλήθηκε άνωθεν η οριοθέτηση των περιοχών αφού δεν γνωρίζουμε καν το συντάκτη τους και βέβαια η τοπική κοινωνία όπως θεσμικά εκπροσωπείται ήταν απούσα αφού δεν ζητήθηκε η γνώμη της, η δε οριοθέτηση έγινε σχεδόν σαν άσκηση επί χάρτου, με πολύ μεγάλη προσέγγιση, δίχως ιδιαίτερη αιτιολόγηση που εμφανώς να καταδεικνύει το ορθό των επιλογών σε σχέση με τις χωρικές ενότητες (αρκεί να επισημάνουμε ότι στις περιοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται πολλές εκτάσεις είτε οικιστικά ανεπτυγμένες είτε αναπτυσσόμενες) και βέβαια δίχως αναφορά για τους τρόπους διαχείρισης των περιοχών που οριοθετήθηκαν
[6] Επιπρόσθετα αναφέρουμε ότι στην ισχύουσα νομοθεσία αντιστοιχούνται δραστηριότητες με το βαθμό όχλησης. Η πρακτική αυτή δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την προστασία του περιβάλλοντος. Θεωρούμε ότι η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα από της αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή.