Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Περιβαλλοντική Αδειοδότηση & Ρύθμιση Αυθαιρέτων


Το υπ’ όψη Σ/Ν κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων την 28.7.2011 και «περνά» από την αρμόδια επιτροπή την 1.8.2011 προκειμένου στη συνέχεια να ψηφισθεί άμεσα.
Αποτελείται από δυο κεφάλαια. Το πρώτο που αφορά στην περιβαλλοντική αδειοδότηση και το δεύτερο που αφορά σε ρυθμίσεις για τα αυθαίρετα κτίσματα.
Και τα δυο αυτά κεφάλαια είναι θεμελιώδους σημασίας για τις συνέπειες που θα παραγάγουν, το καθένα για διαφορετικούς λόγους.
Σαν πρώτη παρατήρηση επισημαίνουμε ότι τα δυο αυτά κεφάλαια είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους και επομένως δεν μπορούν να αποτελούν τμήματα του ίδιου Νόμου.
Σαν δεύτερη παρατήρηση επισημαίνουμε ότι και τα δυο αυτά κεφάλαια (παρά τα αντίθετα αναγραφόμενα για το κεφάλαιο Α) κατατίθενται προς ψήφιση εσπευσμένα και δίχως να τηρηθούν οι στοιχειώδεις κανόνες δημόσιας διαβούλευσης.
Από το συνδυασμό των δυο παραπάνω παρατηρήσεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η όλη διαδικασία πάσχει επί της αρχής και επομένως τα αποτελέσματα που θα επιφέρει θα είναι τα ανάλογα.

1.   Κεφάλαιο Α – Περιβαλλοντική Αδειοδότηση

Στο κεφάλαιο αυτό αναθεωρείται όλη η διαδικασία των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων όπως διαμορφώθηκε εδώ και περίπου δυο δεκαετίες (βασικό νομοθέτημα ο Περιβαλλοντικός Νόμος 1650/86). Η διαδικασία αυτή προέβλεπε την κατηγοριοποίηση έργων και δραστηριοτήτων και την περιβαλλοντική τους αδειοδότηση ανάλογα με την κατηγορία. Έτσι, οι αντίστοιχες κατηγορίες διαμορφώθηκαν ως εξής.
Κατηγορία Α1 γι έργα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρή περιβαλλοντική βλάβη (π.χ. μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, εθνικά οδικά δίκτυα κλπ) Αδειοδοτούσα Αρχή το ΥΠΕΚΑ
Κατηγορία Α2 γι έργα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν λιγότερο σοβαρή περιβαλλοντική βλάβη (π.χ. μεγάλες ξενοδοχειακές, βιοτεχνικές μονάδες κλπ). Αδειοδοτούσα αρχή η Δνση ΠΕΧΩ της Κρατικής Περιφέρειας.
Κατηγορία Β3 (που αποτελεί και την πλειονότητα των έργων) για έργα με τοπικές επιπτώσεις που η Δνση ΠΕΧΩ τα κατέτασσε σε Α2 η Β4 κατηγορία και αναλόγως προέκυπτε η αδειοδοτούσα αρχή.
Κατηγορία Β4 για έργα με μικρές τοπικές επιπτώσεις (μικρές βιοτεχνίες, μικρά ξενοδοχεία κλπ). Αδειοδοτούσα Αρχή η Ν.Α.
Κατηγορία Γ για τα λοιπά πολύ μικρής εμβέλειας έργα για τα οποία δεν εξεδίδοντο περιβαλλοντικοί όροι αλλά συντάσσονταν μια περιβαλλοντική έκθεση. Αρμόδια αρχή η Ν.Α.
Για τα έργα κατηγορίας Α1, Α2 και Β4 (έπειτα από κατάταξη ΠΕΧΩ) τηρούνταν η ενδιάμεση διαδικασία γνωμοδότησης φορέων και Νομαρχιακού Συμβουλίου.
Η πράξη κατέδειξε ότι όλο αυτό το πολύπλοκο και πολυδιασπασμένο σύστημα αδειοδοτήσεων, εξελίχθηκε σ΄ένα μεγάλο γραφειοκρατικό μηχανισμό με αποτέλεσμα τις πολύ μεγάλες καθυστερήσεις ιδίως για τα έργα της κατηγορίας Α1 και βέβαια την εξάντληση όλης της ενέργειας σε επίπεδο χαρτούρας. Στην πράξη τίποτε, αφού οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι.

Με το Ν. 3852/2010 (Καλλικράτης), διαφάνηκε η βούληση της Ελληνικής Πολιτείας να αναδιαρθρώσει όλο το διοικητικό εποικοδόμημα προς όφελος – ισχυροποίηση των τοπικών κοινωνιών και της αποκέντρωσης. Για το λόγο αυτό δημιουργήθηκαν οι ισχυροί Δήμοι και βέβαια η αιρετή Περιφέρεια.
Στο αρθ. 186 του παραπάνω Νόμου, εξειδικεύονται οι αρμοδιότητες της αιρετής Περιφέρειας. Σ΄αυτό αναφέρεται ρητά ότι η περιβαλλοντική αδειοδότηση των έργων κατηγορίας Β3 (δηλαδή Α2 έπειτα από κατάταξη και Β4 που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των αδειοδοτούμενων έργων) καθώς και Γ, ανήκει στην αιρετή περιφέρεια. Διαφαίνεται δηλαδή η βούληση του Νομοθέτη να ενδυναμώσει τις περιβαλλοντικές αρμοδιότητες της αιρετής περιφέρειας με προφανή απώτερο στόχο τη δημιουργία μια ισχυρής περιβαλλοντικής υπηρεσίας με πλήρεις αρμοδιότητες αφ΄όλης της ύλης.
Έτσι, κατ΄εφαρμογή του αρθ. 186 του Ν. 3852/10, διαβιβάσθηκαν στις Δνεις Περιβάλλοντος των αιρετών Περιφερειών της χώρας σχεδόν όλες οι υποθέσεις περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων των πρώην κρατικών περιφερειών (ΠΕΧΩ), προκειμένου να αδειοδοτηθούν από την αιρετή Περιφέρεια κατ΄εφαρμογή του Καλλικράτη.

Με το παρόν Σ/Ν.
Καταβάλλεται προσπάθεια απομείωσης των περιττών περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων  και δίδεται παράλληλα έμφαση στους  περιβαλλοντικούς ελέγχους, δηλαδή στην τήρηση των περιβαλλοντικών όρων στην πράξη. Η προσπάθεια αυτή καταλογίζεται σαν θετική.
Έτσι, δημιουργούνται δυο κύριες κατηγορίες έργων – δραστηριοτήτων. Η κατηγορία Α και η κατηγορία Β.
Η κατηγορία Α διασπάται σε υποκατηγορίες Α1 και Α2 και γι΄αυτήν απαιτείται περιβαλλοντική αδειοδότητηση ενώ για την κατηγορία Β δεν απαιτείται περιβαλλοντική αδειοδότηση αλλά συντάσσονται πρότυποι περιβαλλοντικοί όροι οι οποίοι ενσωματώνονται στους όρους άδειας λειτουργίας της αντίστοιχης δραστηριότητας (πχ μικρή βιοτεχνία κλπ), ενώ παράλληλα καταργείται από την υποχρέωση αυτή αρκετά μεγάλος αριθμός δραστηριοτήτων.
Με τον τρόπο αυτό απομειώνεται αισθητά ο όγκος των απαιτούμενων περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων και αυτό καταγράφεται όπως προείπαμε στα θετικά. Το ακριβές περιεχόμενο των έργων της κάθε κατηγορίας δεν προσδιορίζεται στο παρόν Σ/Ν αλλά θα προσδιορισθεί σε κατ΄εφαρμογή μεταγενέστερο διάταγμα.
Παράλληλα, δημιουργείται από ελεύθερους επαγγελματίες, σώμα αξιολογητών περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων με εισηγητικό χαρακτήρα προς τη Διοίκηση, και αντίστοιχο σώμα ελεγκτών τήρησης περιβαλλοντικών όρων. Τέλος, ενδυναμώνεται ο ρόλος των περιβαλλοντικών επιθεωρητών του ΥΠΕΚΑ και δημιουργούντα σε κεντρικό επίπεδο Περιβαλλοντικά Συμβούλια, ειδικές υπηρεσίες κλπ.
Ως προς τις αρμοδιότητες:
Τα έργα της υποκατηγορίας Α1 αδειοδοτούνται από τον Υπουργό ΠΕΚΑ ενώ τα έργα της υποκατηγορίας Α2 από το Γ.Γ. της αποκεντρωμένης διοίκησης. Για τα έργα αυτά και προκειμένου να αδειοδοτηθούν περιβαλλοντικά, προβλέπεται ενδιάμεση διαδικασία γνωμοδοτήσεων από φορείς (Δημοτικά Συμβούλια, Περιφερειακά Συμβούλια, Υπηρεσίες κλπ).
Τα έργα της κατηγορίας Β δεν απαιτούν περιβαλλοντική αδειοδότηση όπως προϋπώθηκε.

Παρατηρήσεις.
Παρατηρούμε με το παρόν Σ/Ν ότι οι αδειοδοτούσες αρχές είναι μόνο ο Υπουργός ΠΕΚΑ και ο Γ.Γ. της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Δηλαδή υπηρεσίες του κρατικού πυρήνα ενώ η αιρετή περιφέρεια (η οποία ως πρώην Νομαρχία υπείχε ρόλο και αδειοδοτούσας αρχής για τα έργα Β4 ενώ με την παρούσα της μορφή για την πλειονότητα των έργων βάσει του αρθ. 186 του Καλλικράτη) και οι «Καλλικρατικοί Δήμοι» περιορίζονται σε ρόλο γνωμοδοτικό.
Αντί δηλαδή να ενδυναμωθεί η αποκεντρωτική διαδικασία της χώρας που ξεκίνησε με τον «Καποδίστρια» και συνεχίζει με τον «Καλλικράτη» με ρόλους και αρμοδιότητες που ουσία αλλά και τύποις πρέπει να ανήκει στις περιφερειακές αιρετές δομές της χώρας, όπως εξ΄άλλου γίνεται σ΄όλο τον δημοκρατικά ανεπτυγμένο κόσμο,  επανέρχεται πανηγυρικά ο κρατικός συγκεντρωτισμός στη διαδικασία λήψης απόφασης πετώντας σε ένα ολόκληρο αιρετό Περιφερειακό αλλά και Δημοτικό Συμβούλιο,  το ξεροκόμματο της «έκφρασης γνώμης».
 Και βέβαια αυτό γίνεται κατά πλήρη αναντιστοιχία τόσο με το πνεύμα όσο και με το γράμμα του «Καλλικράτη» όπως παραπάνω αναλύθηκε και δίχως να υπάρχει αντίστοιχο συνταγματικό κώλυμα που να δικαιολογεί τον κρατικό παρεμβατισμό. Ας μη ξεχνάμε ότι οι αποκεντρωμένες διοικήσεις δημιουργήθηκαν από τον Καλλικράτη σαν μεταβατικές δομές μέχρι να επιλυθούν οι συνταγματικές ασυμβατότητες στη μεταβίβαση πλήρων αρμοδιοτήτων στις Τ.Α. Α και Β βαθμού. Αντιθέτως διαπιστώνουμε ότι όχι μόνο μεταβατικές δομές δεν είναι αλλά ενδυναμώνονται συνεχώς εις βάρος της Τ.Α. και της πραγματικής αποκέντρωσης.
Έτσι, ενώ καταβάλλεται μια αξιόλογη προσπάθεια για «ελάφρυνση» της περιττής γραφειοκρατίας, η προσπάθεια αυτή ακυρώνεται με την απαξία και τον παραγκωνισμό των περιφερειακών αιρετών δομών της χώρας, πριν καλά – καλά στεγνώσει το μελάνι του «Καλλικράτη».
Ο συγκεντρωτισμός αυτός ενισχύεται με τη δημιουργία νέων δομών και αντίστοιχων θέσεων σε επίπεδο ΥΠΕΚΑ.
Παράλληλα, διαφαίνεται προσπάθεια απαξίωσης της δημόσιας διοίκησης με τη δημιουργία του θεσμού των «αξιολογητών των μελετών Π.Ε.» και των αντίστοιχων ελεγκτών. Είναι σε όλους γνωστός ο ρόλος που κατά καιρούς έπαιξαν διάφοροι «σύμβουλοι» και άλλοι παρατρεχάμενοι παραπληρωματικοί της διοίκησης. Ρόλος δίχως περιεχόμενο, ουσιαστική ευθύνη και βέβαια αποτέλεσμα, παχυλά παράλληλα αμειβόμενος και κατά πλήρη αναντιστοιχία και πολλές φορές σε αντιπαράθεση με αυτούς που πραγματικά είχαν την ευθύνη όπως οι δημόσιοι λειτουργοί. Κάτι αντίστοιχο δημιουργείται και τώρα.

Συμπεράσματα.
Το παρόν Σ/Ν ενώ ενέχει καλά στοιχεία και προσπάθεια απλοποίησης διαδικασιών, πάσχει επί της αρχής καθότι αντικρούεται πλήρως τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα του «Καλλικράτη». Σε ένα τομέα που οι νέες περιφερειακές αιρετές δομές της χώρας θα έπρεπε να είχαν τον πρώτο ρόλο, αυτές περιορίζονται σε ρόλο γνωμοδοτικό. Εάν κάνουμε αποδεκτό το σκεπτικό αυτό τότε μπορούμε να προχωρήσουμε σε ανασυγκρότητηση του νομοσχεδίου και σε κατάθεση επί μέρους προτάσεων. Εάν όχι, η όποια επί μέρους πρόταση θα είναι άνευ περιεχομένου.

Προτάσεις.
Σύμφωνα με τα παραπάνω προτείνουμε την αποκοπή του κεφαλαίου Α από το υπό συζήτηση Σ/Ν και την ενσωμάτωσή του σ΄ένα πραγματικό περιβαλλοντικό Νόμο έπειτα από δημόσια διαβούλευση που θα ενσωματώνει σε ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο την αποκτηθείσα εμπειρία από το Ν 1650/86 και τις μετέπειτα (άπειρες) κοινοτικές οδηγίες μέχρι και σήμερα και να εναρμονίζεται με τις τάσεις της διοικητικής μεταρρύθμισης. Για τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης δεν απαιτείται καν νόμος. Αυτή μπορεί να θεσμοθετηθεί και με ΚΥΑ  (αλήθεια, προς τι άραγε η σπουδή που επιδεικνύεται;). Σε αντίθετη περίπτωση η οποιαδήποτε ρύθμιση θα είναι αποσπασματική.

Επισημαίνουμε ότι, τόσο στο παρόν Νομοσχέδιο όσο και σε κάθε επόμενο, 1) ο πρώτος ρόλος πρέπει να ανήκει στις περιφερειακές αιρετές δομές (Δήμοι – Περιφέρειες) οι οποίες πρέπει να έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα στις αδειοδοτήσεις των περισσότερων έργων - δραστηριοτήτων (κάτι σαν την προτεινόμενη με το παρόν Σ/Ν κατηγορία Α2) με παράλληλο ελεγκτικό ρόλο, προετοιμάζοντας στην ουσία το μέλλον που ούτως ή άλλως ανήκει σ΄αυτές.
2) Οι περιφερειακές κρατικές δομές (Αποκεντρ. Διοίκηση) και μέχρι την ενσωμάτωσή τους στις αιρετές περιφερειακές δομές μετά από την αντίστοιχη Συνταγματική Αναθεώρηση, πρέπει να έχουν πρωτοβάθμιο εποπτικό ρόλο και ενδεχομένως αδειοδοτήσειων  πολύ μεγάλης περιφερειακής εμβέλειας (κάτι σαν την προτεινόμενη υποκατηγορία Α1) και βέβαια τον αντίστοιχο ελεγκτικό ρόλο, ενώ 3) οι κεντρικές (ΥΠΕΚΑ) πρέπει να έχουν σαν κύριο ρόλο τη σύνταξη προδιαγραφών, κατευθύνσεων, οδηγιών προς την επικράτεια, δευτεροβάθμιο εποπτικό έλεγχο και ενδεχομένως αδειοδοτήσεις σε έργα και δραστηριότητες ελάχιστα έργα – δραστηριότητες εξαιρετικής σημασίας, εθνικής και διεθνούς εμβέλειας τα οποία μπορούν να αποτελέσουν ειδική κατηγορία.
Και βέβαια οι διάφοροι παραπληρωματικοί προς τη διοίκηση θεσμοί δεν έχουν πραγματικό νόημα. Στόχος κάθε ευνομούμενης πολιτείας πρέπει να είναι η ενδυνάμωση της διοίκησης με πραγματικούς λειτουργούς και όχι η έμμεση απαξίωσή της.

Αυτός είναι ο δρόμος προς τη σύγχρονη Ελλάδα τον οποίο πρέπει να διαβούμε και για να γίνει αυτό πρέπει να πιστέψουμε στην πραγματική αποκέντρωση και ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών.